ὑπηρετῶ

ὑπηρετῶ
ὑπηρετέω
do service on board ship
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ὑπηρετέω
do service on board ship
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υπηρετώ — ὑπηρετῶ, έω, ΝΜΑ [ὑπηρέτης] 1. εργάζομαι ως υπηρέτης, εκτελώ χειρωνακτικές, ιδίως, εργασίες για κάποιον, (α. «έχει τρεις ανθρώπους να τόν υπηρετούν» β. «τοὺς διὰ φόβον ὑπηρετοῡντας», Ξεν.) 2. προσφέρω εξυπηρέτηση σε κάποιον (α. «υπηρέτησε με… …   Dictionary of Greek

  • υπηρετώ — υπηρετώ, υπηρέτησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υπηρετώ — υπηρέτησα, υπηρετήθηκα, υπηρετημένος 1. αμτβ., εργάζομαι ως υπηρέτης. 2. εκτελώ δημόσια ή στρατιωτική υπηρεσία: Υπηρετεί στα σύνορα. 3. μτβ., εξυπηρετώ, προσφέρω υπηρεσίες, διευκολύνω: Υπηρετεί τους πολίτες με προθυμία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λατρεύω — (AM λατρεύω, Α ελεατ. τ. λατρείω) 1. αγαπώ τον θεό και τόν υπηρετώ με τέλεση τού τυπικού τής θρησκευτικής λατρείας («Φοίβῳ λατρεύων μὴ παυσαίμαν», Ευρ.) 2. αγαπώ πάρα πολύ, είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε κάτι (α. «λατρεύει τον άνδρα της» β.… …   Dictionary of Greek

  • θεραπεύω — και θαραπεύω και θεραπεύγω (AM θεραπεύω) 1. περιποιούμαι ασθενή 2. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου, γιατρεύω (α. «αυτός ο γιατρός μέ θεράπευσε» β. «τούς... ἰατροὺς θεραπεύειν ἐκέλευσεν», Ξεν.) νεοελλ. 1. φρ. «θεραπεύω τις Μούσες, τα γράμματα κ.λπ»… …   Dictionary of Greek

  • δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… …   Dictionary of Greek

  • αμφιπολεύω — ἀμφιπολεύω (Α) [ἀμφίπολος] (επικ. ρ. συνήθως στον ενεστ.) 1. υπηρετώ κάποιον ή κάτι ως δούλος, περιποιούμαι, φροντίζω 2. (για ιερείς και ιέρειες) υπηρετώ, διακονεύω 3. διασχίζω (οὐρανόν, δόμον) …   Dictionary of Greek

  • αναμισθαρνώ — ἀναμισθαρνῶ ( έω) (Α) υπηρετώ εκ νέου με μισθό. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀνα * + μισθαρνῶ «υπηρετώ με μισθό»] …   Dictionary of Greek

  • καθυπηρετώ — καθυπηρετῶ, έω (AM) (επιτατ. τού υπηρετώ) υπηρετώ, βρίσκομαι στην υπηρεσία κάποιου μσν. υπακούω αρχ. μέσ. καθυπηρετούμαι, έομαι βοηθώ, παραστέκομαι σε κάποιον ή σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπ ηρετῶ (< ὑπ ηρέτης)] …   Dictionary of Greek

  • μεταποιπνύω — (Α) υπηρετώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ποιπνύω «θεραπεύω, υπηρετώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”